- ἀντικέφαλον
- ἀντικέφᾰλον, τό,A back of the head, Lyd.Mens.4.54, Hippiatr. 115.II as Adj.,
κροκοδείλους -κεφάλους αὑτοῖς
back to back,PMag.Par.
1.2954.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κροκοδείλους -κεφάλους αὑτοῖς
back to back,PMag.Par.
1.2954.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αντικέφαλον — ἀντικέφαλον, το (Μ) το πίσω μέρος του κεφαλιού, το ινίο … Dictionary of Greek
ἀντικέφαλον — back of the head neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντικέφαλα — ἀντικέφαλον back of the head neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)